ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα πρώτα ίχνη ρητινίτη οίνου μπορούν να εντοπιστούν από την αρχαιότητα. Σε δοχεία της Νεολιθικής Εποχής στο Zagros του Βορειοδυτικού Ιράν (περιοχή Hajji Firuz) εντοπίστηκαν υπολείμματα ρητίνης (ρετσινιού) σε κρασί. Στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη, η χρήση καρυκευμάτων, μελιού, ανθέων, βοτάνων ή αρωματικών ελαίων για τη συντήρηση ή αρωματισμό του οίνου ήταν συνήθης πρακτική, ενώ η επικράτηση της ρητίνης στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στην αφθονία πεύκων στην περιοχή.
Η θέση της ρετσίνας στην προτίμηση των καταναλωτών σημείωσε ανοδική και καθοδική πορεία με την πάροδο των χρόνων. Η άνθιση της κατανάλωσης φτάνει στο απόγειο της μέχρι και τη δεκαετία του ’60, μετά την οποία η ρετσίνα υποχώρησε σε φήμη και η κατανάλωση της εμφάνισε σταδιακά μείωση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το όνομα και η φήμη της ρετσίνας αναβαθμίζεται ανάμεσα στους οινόφιλους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΕΤΣΙΝΑ

Η σε ισχύ ελληνική νομοθεσία αναφέρει ότι «η ονομασία «ρετσίνα» ή «ρητινίτης οίνος» είναι «ονομασία κατά παράδοση», χρησιμοποιούμενη για λευκούς και ροζέ ξηρούς οίνους που παράγονται πατροπαράδοτα μόνο στην Ελλάδα, με προσθήκη στο γλεύκος της σταφυλής ρητίνης Πεύκης της Χαλεπίου (Pinus Halepensis)». Τo έτος 2002, οι παραδοσιακές ενδείξεις οίνων εμπλουτίζονται και όσον αφορά τη ρετσίνα.